παραμορφωτικός

παραμορφωτικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραμόρφωση ή αυτός που προκαλεί παραμόρφωση («παραμορφωτική αρθρίτιδα»
[ιατρ.] [στη βιβλιογραφία τής ηπειρωτικής Ευρώπης] η εκφυλιστική αρθροπάθεια, πάθηση που προκαλεί ανατομικές αλλοιώσεις χαρακτηριζόμενες από διαβρωτική φθορά τού αρθρικού χόνδρου, η οποία συμβαδίζει με αλλοίωση τών παρακείμενων άκρων τών οστών, με αποτέλεσμα μάζες νεόπλαστου οστού να προβάλλουν από τις παρυφές τών αρθρώσεων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραμόρφωση. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραμορφωτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή προκαλεί την παραμόρφωση: Η παραμορφωτική αρθρίτιδα προκαλεί ελάττωση της κινητικότητας των άκρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”